- φαρυγγορραγία
- η, Νιατρ. αιμορραγία τού φάρυγγα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharyngorragie < φάρυγξ, -υγγος + -ρραγία (< -ρραγής < ῥήγνυμι «σπάζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαρυγγορραγία — η (ιατρ.), αιμορραγία του φάρυγγα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)